Στο πλαίσιο μιας κριτικής διεύρυνσης του νοήματος της νιτσεϊκής ρήσης «ο Θεός είναι νεκρός», επιχειρείται να δειχθεί ότι ο «θάνατος του Θεού» συνιστά ένα οριακό εσωτερικό γεγονός, με το οποίο ο άνθρωπος εγκαινιάζει την περιπέτεια μιας ριζικής -από τη φύση της δι-φορούμενης- αναμέτρησης με τη μεταφυσική του διάσταση. Ο ίδιος αφενός (επι-)κρίνει τη λογική της υπαγωγής του σε έναν εξωτερικό, αφηρημένο και κυριαρχικό Θεό, φορέα της απειρότητας. Αφετέρου, δελεάζεται από τη φιλοσοφική ένταση της ανάγκης του να επιλέξει τη μία από τις δύο κεντρικές δυνατότητές του να εκφράσει το αμφίσημο μεγαλείο του, δηλαδή την ποιότητα του εγχειρήματος της αυθυπέρβασης. Το ανθρώπινο ον, στη μια περίπτωση, τείνει να σφετεριστεί τον εξουσιαστικό χαρακτήρα του «νεκρού» Θεού, μετατρέποντας το αίσθημα της αδυναμίας που προκαλεί η απειλή της αβύσσου σε θέληση για επιβολή. Στην άλλη, ανοίγεται σε μια προοπτική εξύψωσης, όπου αναπτύσσει τρόπους ανταπόκρισης στην κίνηση ενός άλλου, ερωτηματικού θεϊκού, που μας αποτείνεται.
Η πορεία της συλλογιστικής ολοκληρώνεται με τη συζήτηση ορισμένων κρίσιμων -για το θέμα της έρευνας- απόψεων, όπως είναι εκείνες των Nietzsche, Haar, Heidegger, Granier, Λορεντζάτου και Corbin.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]