Η δικαιολογία μου για να γράψω ακόμα ένα βιβλίο πάνω στην θεωρία λογοτεχνίας είναι πως τούτο εδώ ασχολείται όχι με τους θεωρητικούς και τις σχολές, αλλά με τα ουσιαστικά προβλήματα που οι θεωρητικοί και οι σχολές προσπάθησαν να λύσουν. Υπάρχουν μερικά εξαιρετικά πανεπιστημιακά εγχειρίδια που παρέχουν λεπτομερειακές πληροφορίες για τους κριτικούς, από τον Σίντνεϋ μέχρι τον Μπαρτ, ή για σχολές, από την Νέα Κριτική μέχρι την Αποδόμηση. Η εμπειρία μου ως δασκάλου είναι ότι οι φοιτητές σε ένα πρώιμο στάδιο της μελέτης της λογοτεχνίας, όταν αρχίζουν να ασχολούνται με ζητήματα λογοτεχνικής θεωρίας, δεν βοηθούνται πάντοτε από τις εισαγωγές πάνω στην λογοτεχνική θεωρία, που τους παρέχουν μεγάλες ποσότητες περιγραφικού υλικού γύρω από τους κριτικούς και τις κριτικές σχολές, τις οποίες πρέπει να αποστηθίσουν για τις εξετάσεις. Μια τέτοια εισαγωγή γρήγορα γίνεται μια ακόμα περιοχή μελέτης αντί να είναι η βάση της μελέτης όλων των θεμάτων ενός μαθήματος Λογοτεχνίας. Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε την ιστορία της λογοτεχνικής κριτικής, τις θεωρίες, τις μεθόδους και τις προσεγγίσεις κριτικών με μεγάλη επίδραση, καθώς και τις σημαντικές κατευθύνσεις και τα κι-νήματα της λογοτεχνικής κριτικής. Όμως, πρώτα από όλα, ο φοιτητής πρέπει να γνωρίζει γιατί αξίζει να μελετά κανείς αυτά τα πράγματα, και με ποιον τρόπο τροφοδοτούν τη μελέτη της λογοτεχνίας. Έτσι, το βιβλίο αυτό είναι σχεδιασμένο για να χρησιμοποιηθεί ως εισαγωγή στην έννοια της λογοτεχνικής θεωρίας. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί επωφελώς παράλληλα με ένα πανεπιστημιακό εγχειρίδιο που θα δίνει συγκεκριμένες πληροφορίες για κάποιους κριτικούς και κριτικά κινήματα, αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητο. Αυτό που είναι απαραίτητο, είναι να αναγνωρίσει ο φοιτητής ότι δεν πρόκειται για μια μελέτη των βασικών προβλημάτων που αναπόφευκτα προκύπτουν από την ανάγνωση και τον διάλογο γύρω από τη λογοτεχνία. [. . .] Ένα μικρό βιβλίο όπως αυτό αναπόφευκτα αφήνει πολλά απ` έξω, και δεν κατορθώνει να αντιμετωπίσει την πολυπλοκότητα ορισμένων ζητημάτων σε όλη τους την έκταση. Ελπίζω, παρ` όλα αυτά, ότι θα βοηθήσει τους φοιτητές -ιδιαίτερα όσους αντιμετωπίζουν με αμηχανία ή σκεπτικισμό την θεωρία λογοτεχνίας- να καταλάβουν ότι η μελέτη της λογοτεχνικής θεωρίας σχετίζεται άμεσα με το δικό τους διάβασμα των λογοτεχνικών έργων, και ίσως να ερευνήσουν περαιτέρω τα ζητήματα που συζητώ. (Τζέρεμυ Χώθορν, Μάρτιος 1987).
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]