Η συμμετοχή των λαϊκών στην εκλογή των επισκόπων είναι ένα ζήτημα που διαχρονικά προκαλεί αρκετές συζητήσεις. Κατά καιρούς προβλημάτισε και απασχόλησε την ιεραρχία της Εκκλησίας, την ακαδημαϊκή σκέψη, αλλά και τους απλούς πιστούς. Καρπός του προβληματισμού αυτού υπήρξε η διατύπωση δύο κυρίως απόψεων. Η πρώτη αντλώντας επιχειρήματα από την πράξη της Εκκλησίας της Αποστολικής και μεταποστολικής, κυρίως, εποχής υποστηρίζει ότι η εκλογή των επισκόπων πρέπει να γίνεται με την ψήφο του κλήρου και του λαού. Η μη εφαρμογή της πράξεως αυτής νοθεύει το πρωτοχριστιανικό πνεύμα της ισότητος όλων των μελών της Εκκλησίας και μοιραία οδηγεί στην επιβολή της κληρικοκρατίας στους κόλπους της Εκκλησίας. Συνεκδοχικά δημιουργεί την εσφαλμένη από εκκλησιολογικής πλευράς θεώρηση των λαϊκών ως υποδεέστερης τάξης χριστιανών που δεν έχουν λόγο για τη λειτουργία της Εκκλησίας, αλλά αποτελούν παθητικούς δέκτες των επιλογών της ιεραρχίας, η οποία μεταβάλλεται σε μία ιδιαίτερη κάστα και λειτουργεί σαν ιδιαίτερο σώμα εντός της Εκκλησίας. Η δεύτερη άποψη αντλώντας επιχειρήματα από τους κανόνες της Εκκλησίας, κυρίως, υποστηρίζει ότι η εκλογή των επισκόπων πρέπει να γίνεται μόνον από την ιεραρχία, αποκλειομένου του λαϊκού στοιχείου. Κατά την άποψη αυτή η συμμετοχή του λαού στην εκλογή των επισκόπων συνιστά σφετερισμό αλλότριων δικαιωμάτων, εν προκειμένω της ιεραχίας, και οδηγεί στην επικράτηση της λαοκρατίας με δυσμενείς για τη λειτουργία της Εκκλησίας συνέπειες.
Οι εκ διαμέτρου αντίθετες αυτές απόψεις προκαλούν σύγχυση ή και ερωτηματικά ως προς την ορθότητά τους. Το γεγονός ότι μέχρι και σήμερα στις επιμέρους Ορθόδοξες Εκκλησίες δεν εφαρμόζεται μία ενιαία τακτική σε ότι αφορά στο ζήτημα της συμμετοχής του πιστού λαού στην εκλογή των επισκόπων μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η κάθε τοπική Εκκλησία έχει δημιουργήσει δική της τοπική παράδοση σε ότι αφορά τη συμμετοχή του λαού στην εκλογή των επισκόπων. Το γεγονός είναι ότι και στις περιπτώσεις εφαρμογής της πρακτικής της συμμετοχής του λαού στην εκλογή των επισκόπων σε επιμέρους τοπικές εκκλησίες, η συμμετοχή αυτή είναι συμβολική και αντιπροσωπευτική και δεν έχει καθολικό χαρακτήρα. [...]
Οι διαπιστώσεις αυτές με οδήγησαν στη συγγραφή αυτής της μελέτης, στην οποία επιχειρείται μία διαχρονική εξέταση του ζητήματος της συμμετοχής του λαού στην εκλογή των επισκόπων βάσει των νομοκανονικών διατάξεων που αναφέρονται στο ζήτημα αυτό. Η μελέτη των σχετικών διατάξεων παρέχει επαρκείς πληροφορίες για την κατά εποχές τηρούμενη πρακτική κατά την εκλογική διαδικασία αναδείξεως των επισκόπων και μας βοηθά να κατανοήσουμε τους λόγους επιβολής νόμων ή κανόνων που σε μερικές περιπτώσεις θεσμοθετούσαν τη συμμετοχή του λαού στην εκλογή των επισκόπων ή σε άλλες περιπτώσεις την απαγόρευαν. Η παρούσα εργασία δεν αποσκοπεί να επιλύσει το ακανθώδες ζήτημα της ορθότητος ή μη της συμμετοχής του λαού στην εκλογή των επισκόπων, αλλά αποσκοπεί να συμβάλει στην κατανόηση της αναγκαιότητας ή της σκοπιμότητας εισαγωγής των διατάξεων εκείνων, εκκλησιαστικών και πολιτειακών, που ρύθμιζαν ή ρυθμίζουν το υπό διερεύνηση ζήτημα. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]