Τρυφερός Μπουκόφσκι.
Πεθαίνοντας, ο Τσαρλς Μπουκόφσκι άφησε πίσω του καμιά πενηνταριά φακέλους γεμάτους διηγήματα, μυθιστορήματα, αυτοβιογραφικές αναφορές και ποιήματα. Το υλικό αυτό -που δύσκολα μπορεί κανείς να το φανταστεί σε πλήρη τάξη ή αρχειοθετημένο στο σπίτι ενός Μπουκόφσκι- ήταν φυσικό να κρύβει, εδώ κι εκεί, μικρά διαμάντια.
Όταν ο John Martin, που επρόκειτο να γίνει ο δια βίου εκδότης του, τον επισκέφτηκε για πρώτη φορά στο σπίτι του και τον ρώτησε αν έχει τίποτα έτοιμα γραπτά για να του δείξει, ο Μπουκόφσκι έγειρε πίσω στην καρέκλα του, άνοιξε άλλη μια μπύρα και του είπε να κοιτάξει σ` ένα συρτάρι και να πάρει ό,τι θέλει από μέσα: υπήρχαν εκεί ένα σωρό ποιήματα και διηγήματα που είχε γράψει τους τελευταίους μήνες, από τα οποία ο Martin διάλεξε κάμποσα και τα `βγαλε λίγο αργότερα σ` έναν τόμο. O Μπουκόφσκι έμαθε ποια από αυτά δημοσιεύτηκαν και με ποια σειρά, μόνο όταν πήρε στα χέρια του το τυπωμένο βιβλίο. Η ίδια περίπου διαδικασία συνεχίστηκε μέχρι τον θάνατο του Μπουκόφσκι, με αποτέλεσμα να βρεθεί στα χέρια του εκδότη ένας πολύ μεγάλος αριθμός ανέκδοτων ποιημάτων, που [μετά το θάνατο του Μπουκόφσκι] άρχισαν να δημοσιεύονται.
Κάπως έτσι, το «Sifting Through the Madness for the Word, the Line, the Way», αποτέλεσε τον πρώτο από τους έξι τόμους της σειράς ποιημάτων του Μπουκόφσκι που σχεδιάζει να εκδώσει ο Μάρτιν.
Τη συλλογή που κρατάτε στα χέρια σας χαρακτηρίζουν δύο στοιχεία:
Το πρώτο -οικείο και γνώριμο στους αναγνώστες του Μπουκόφσκι- είναι ο σκληρός και ανηλεής σχολιασμός της καθημερινής πραγματικότητας, ο προικισμένος με όλα τα συστατικά του ανεπιτήδευτα «εφιαλτικού» μπουκοφσκικού τοπίου: πόρνες, μεθύσια, ξενύχτια σε φτηνά ξενοδοχεία, μπαρ πνιγμένα στον καπνό, άγριοι χωρισμοί.
Είναι όμως το δεύτερο γνώρισμα των ποιημάτων αυτών, που συνιστά έκπληξη. Συναντάμε στα ποιήματα αυτά έναν ήπιο, μετρημένο, ώρες-ώρες σχεδόν μειλίχιο Μπουκόφσκι· ένα Μπουκόφκσι που δεν μιλά για το σκαμπό του αλλά για το τζακούζι (!) του, που δεν σέρνεται με ματωμένη τη μύτη μέσα στα μπαρ αλλά κυκλοφορεί και συγχρωτίζεται με πλούσιους και διάσημους στη λέσχη του ιπποδρόμου, που φτάνει εν τέλει να ομολογεί πως «δεν φαντάζεσαι τι ωραία που είναι να πηγαίνεις τ` αυτοκίνητο για πλύσιμο/χωρίς να πρέπει να κάνεις κάτι/παρά μόνο ν’ ανάβεις το τσιγάρο σου και να περιμένεις στη λιακάδα/χωρίς να χρωστάς νοίκια/χωρίς μπελάδες».
Σαφής διαχωριστική γραμμή, εξυπακούεται πως δεν υπάρχει από το ένα ποίημα στο άλλο. Το ύφος και η διάθεση του Μπουκόφσκι αλλάζουν συνήθως μέσα στο ίδιο ποίημα. Έτσι, εκεί που ακούς έναν κουρασμένο παλιόγερο να ψελλίζει ανώδυνα, σε περιμένει η ανατροπή, σαν κεραυνός. Ενώ άλλες φορές, πίσω απ’ το θόρυβο των μεθυσμένων του κραυγών, ανακαλύπτεις ξαφνικά ένα μελαγχολικό τραγούδι για έναν κόσμο που ζει και πεθαίνει τόσο άσχημα.
«Τρυφερός» και «Μπουκόφσκι» είναι σχήμα οξύμωρο. Γι` αυτό και τούτο το βιβλίο είναι ιδιαίτερα γοητευτικό.
Τη μετάφραση των ποιημάτων, όπως και στη «Λάμψη της Αστραπής πίσω από το Βουνό», έχει έξοχα αποδώσει η Σώτη Τριανταφύλλου.
Μπουκόφσκι και ποίηση.
Για τον Μπουκόφσκι η ποίηση, μαζί με το ποτό και τον ιππόδρομο, ήταν ο δικός του ιδιότυπος τρόπος να τα βγάζει πέρα με την τρέλα και τον εφιάλτη, με τις παλαβές φιλενάδες και τις απελπισμένες σπιτονοικοκυρές, με τους ρημαγμένους κολλητούς και την ενοχλητική αστυνομία, με την ασχήμια της Αμερικής και την οδύνη του ανθρώπου. Ήταν ο τρόπος του να συνεχίζει να ζει: ύστερα από μια μέρα εξαντλητικής εργασίας (για όσο καιρό αυτό συνέβαινε), ύστερα από μια μέρα (ή μια εβδομάδα) εξαντλητικής μέθης, ύστερα από έναν άγριο καβγά στον δρόμο ή στο διπλανό μπαρ γύριζε στο σπίτι, καθόταν στο τραπέζι του μ` ένα τσιγάρο ή ένα φτηνό πούρο να καίγεται στο τασάκι, έβρισκε στο ραδιόφωνο ένα σταθμό με κλασική μουσική, άνοιγε ένα κουτάκι μπύρα κι άρχιζε, για δύο τρεις τέσσερις ώρες, να βαράει τα πλήκτρα της γραφομηχανής του. Έγραφε καμιά δεκαριά ποιήματα κάθε βράδυ, σαν να έγραφε το καθημερινό του ημερολόγιο, σαν να έκανε τη βραδινή του προσευχή στον διάβολο, σαν να έγραφε τη διαθήκη του ή τη διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου, τα παράχωνε ύστερα στο συρτάρι ή σ` ένα χαρτόκουτο και συνέχιζε να πίνει και να καπνίζει ώσπου να κοιμηθεί (...)