(...) Ο Θεοδωράκης ξέρει ν` ανασύρει απ` την κάθε στιγμή έναν χρόνο απόλυτο, όλο δικό του, κι ας τον κλέβουν οι εκάστοτε εξουσίες, κι ας τον τεμαχίζει η γύρω πραγματικότητα. Αυτός μπορεί να τον αποκαθιστά αυτούσιο μέσα στον νού του, να τον ακεραιώνει μέσα στο δυνατό κόκκινο χρώμα που έχουν τα γεράνια στη γλάστρα του. (...) Στα ποιήματά του έρχεται ίσαμε την κόλλα του χαρτιού του, ανεπιτήδευτος, απλός, έχοντας προς στιγμήν λησμονήσει την οικείωσή του με την κορυφαία στιγμή αυτής της τέχνης. Έρχεται με την αμεσότητα σχεδόν λαϊκού ποιητή, που, κι ας πέρασαν αιώνες λόγου, θ` αρθρώσει την πρώτη λέξη τώρα. Τώρα θα μαγευτεί απ` το πολύ πράσινο που τον ξημέρωσε, τώρα θα μεθύσει απ` ενα «σ` αγαπώ». Προφέρει τις συλλαβές του με την εμπιστοσύνη οτι απευθύνεται πάντα κάπου, με τη σοβαρότητα του ακατάληπτου που κλείνουν και τα πιό φθαρμένα ακόμα νοήματα, με τον κίνδυνο της ανατροπής που φέρει η διάθεσή του, με την ασφάλεια της ειλικρίνειάς του.
[Απόσπασμα από το κείμενο της εισαγωγής της έκδοσης]