Μύρτος είναι ένα μικρό αγόρι· γεννήθηκε κοιμώμενο και τώρα, στα οχτώ του χρόνια, δεν έχει ξυπνήσει. Γιατί ο Μύρτος αρνείται, την επικοινωνία με τον κόσμο όπου ήρθε, δεν θα μάθουμε. Κοιμάται χαμογελαστός, με την παλάμη στο μάγουλο, «σαν για να προστατευτεί από φιλήματα». Γύρω και δίπλα του, σε μια κλειστή επαρχιακή κοινωνία του 1940, άνθρωποι ανυποψίαστοι φορείς του Κακού, βέβαιοι πως ευαγγελίζονται το Αγαθόν, θα κινήσουν το μυθιστόρημα με ανατριχιαστική αθωότητα. Εν πλήρη συγχύσει ένοχοι, και με (ερήμην τους) υπόγειο σαρδόνιο χιούμορ, προβαίνουν σε (ή ανέχονται) αβυσσαλέες πράξεις μελοδραματικών κορυφώσεων: θα εξωθήσουν τον κοινωνικό περίγυρο σε σκανδαλισμό και σε λιθοβολισμό. Τότε θα εγερθεί ο Μύρτος. Νύχτα. Θα βάλει φωτιά και θα αναχωρήσει. Για πού; Π. Μ.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]