Όταν ήμουνα παιδί, το αγαπημένο μου μάθημα στο σχολείο ήταν η μυθολογία. Θαρρώ πως την διδασκόμασταν στην τρίτη τάξη του Δημοτικού.
Την ίδια περίπου εποχή ανακάλυψα στη βιβλιοθήκη της Λέσχης Τρικάλων -τη μοναδική βιβλιοθήκη που εκείνα τα χρόνια υπήρχε στα Τρίκαλα- μια συλλογή με αρχαίους μύθους, που όχι μόνο ξεκοκάλισα αλλά και αντέγραψα με πολλή υπομονή σε ένα τετράδιο. Στο ίδιο αυτό τετράδιο σημείωνα και τις διάφορες ιστορίες που άκουγα στα χωριά, όταν με τον πατέρα μου, που είχε αλωνιστική μηχανή, βγαίναμε στα αλώνια. Οι μικρές αυτές ιστορίες -τότε έμαθα πως λέγονται θρύλοι- συνήθως αναφέρονταν σε κάποιο βράχο που έμοιαζε με άνθρωπο, σε ένα εικόνισμα που μυστηριωδώς άλλαζε συνεχώς θέση ή σε νεράιδες που σου έπαιρναν τη φωνή.
Οι Θεσσαλοί, άνθρωποι με μεγάλοι φαντασία, δεν άφηναν τίποτα ασχολίαστο. Για τον λαϊκό άνθρωπο το κάθε φυσικό φαινόμενο είχε μια εξήγηση. Το κάθε τοπωνύμιο συνδεόταν με κάποιο περιστατικό. Τίποτα δεν ήταν τυχαίο. Βουνά, ποτάμια, χνάρια επάνω στις πέτρες, σπηλιές, βάραθρα και κάστρα, όλα ήταν δεμένα με ένα θρύλο που, όπως και στα παραμύθια, μεταδιδόταν από στόμα σε στόμα. Με μια διαφορά όμως. Το παραμύθι είναι μια πέρα για πέρα φανταστική και συχνά εξωπραγματική αφήγηση, την οποία κανείς δεν πιστεύει, ενώ ο θρύλος μοιάζει αληθοφανής και αυτός που τον διηγείται σε βεβαιώνει πως αυτό που σου λέει έγινε στην πραγματικότητα. [...]