Είμαι εικοσιεννέα χρονών. Τον Οκτώβριο του εξηνταπέντε ένα βράδυ αποφάσισα να πεθάνω. Τότε έγινε ησυχία. Ακούμπησα το κεφάλι στον κορμό της φυστικιάς κι έγειρα το κεφάλι αναπαυμένος. Οι φανταχτερές καλοκαιριάτικες προκυμαίες. Στις στενές ανηφόρες από χαμηλά με κοίταζαν ακίνητα και σκοτεινά παιδιά. Σε λίγη ώρα θα κλειστώ για να κοιμηθώ. Θα πω να μην έρθουν το πρωί να με ξυπνήσουν. Είχα υποφέρει πολύ τον τελευταίο καιρό. (. . .)
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]