(. . .) Όλες ζύμωναν, όλες έπλαθαν κι όλες χωρίς να το ξέρουν ποντάρισαν στο αδύνατο - με τον δικό της τρόπο η καθεμιά - και `πίτυχαν, όπως πάντα `πιτυχαίνουν οι καταφρονεμένες, οι άδοξες ηρωίδες των αφανών, πλην αληθινών, μυθ-ιστοριών της Ζωής. (. . .) Ιδού, λοιπόν, διά γραφής του μικρού σκανίτη, που πολύ τις αγάπησε και πολύ τον αγάπησαν, η συγκεφαλαίωση από τα πολύτιμα λόγια τους, η επιτομή από τα έργα των τεσσάρων γυναικών που οι σκιές τους ακόμη ζ`μώνουν και πλάθουν μυστικώς κι ανεπαισθήτως τη ζωή και τα όνειρά μου. Οι ίδιες μ` έμαθαν πως η χειρότερη ντροπή είναι η ντροπή για τον εαυτό μας. Μακάρι οι δικές μου αναστηλώσεις - παρεμβάσεις στην ομαδική επιτύμβια στήλη τους να περάσουν απαρατήρητες.
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]