Το ίδιο βράδυ οι ληστές στήναν τσιμπούσι, λες και όλα ήτανε τριανταφυλλένια -είχε σφάξει ο Φώτης έν` αρνί του έρμου Καφετζή, το ψήναν, είχανε και το κρασί τους, μυστηριωδώς κι αυτό, κι ετοιμάζονταν για ευωχία. Ωστόσο, πριν αρχίσουν, είπε ο Φώτης, «φέρτε μου το κόκαλο της πλάτης», να διαβάσει τα σημάδια, κι όταν την εξέτασε μπροστά στις φλόγες, έβγαλε ένα στεναγμό, του ξέφυγε, πρόβλεψε, «μπορεί αυτό, ωρέ, να `ναι το τελευταίο γλέντι μας», ο μυστικός τους δείπνος. . .
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]