Όλο το φθινόπωρο και τον χειμώνα στο προστατευμένο οχυρό τους στις Αρδέννες ο υπολοχαγός Γκράνζ και οι άντρες του ζουν χωρίς να τους αγγίζει ο πόλεμος. Περιμένοντας τους Γερμανούς - και μολονότι ο μηχανισμός του πολέμου σαν μια κλιμακούμενη απειλή εγκαθίσταται αργά, σχεδόν ανεπαίσθητα, γύρω από την τετραμελή φρουρά - ένα απατηλό αίσθημα ασφάλειας συνεπαίρνει τον Γκράνζ και η ομορφιά των δρυμώνων των Αρδεννών τρέφει αφειδώλευτα τις ονειροπολήσεις του. Θα ζήσει τον έρωτα με ένα κορίτσι που θα συναντήσει στο δάσος μια βροχερή Κυριακή, θα συνδεθεί με τους άντρες που διοικεί, θα κρυφτεί βαθιά μέσα στην υποχρεωτική του απομόνωση. Θα δοκιμάσει την άνοιξη την παράξενη ανακούφιση ότι η περίοδος της εκκρεμότητας, της περιπλάνησής του, τελείωσε. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]