"Ο Φάνης πήρε από τον πάγκο το ψάθινο καπέλο του και βγήκε απ` το μαγαζί. Χωρίς να ρίξει γύρω του ούτε ένα βλέμμα, έβαλε στο κεφάλι την ψάθα και πήρε το δρόμο για το χωριό του, ένα μικρό ψαροχώρι λίγο έξω απ` το λιμάνι της Λευκάδας.
Η Ανθή τον κοίταζε που απομακρυνόταν στο σκονισμένο χωματόδρομο, κάτω απ` το λιοπύρι, γεροδεμένος και με σβέλτο βήμα, κι ένιωσε ότι ο έρωτας την είχε αρπάξει και την πήγαινε όπου ήθελε..."