Πώς έρχονται τα κύματα
σαν άλλου κόσμου αναλαμπές κι ανέγγιχτες υπάρξεις·
αστράφτουνε για μια στιγμή, χιόνια ψηλά στα εφήμερα όρη της
τρικυμίας, κι υστέρα πάλι χάνονται
-άσπρες οφθαλμαπάτες.
Και πώς εσύ, ό Ανύπαρκτος,
έτσι τα κατευθύνεις, με προσταγές αμείλικτες
για λίγο να καλπάζουν, να πλαταγίζουν
τρομεροί, αμόλυντοι χιτώνες
κι ευθύς να εξαφανίζονται
-τί άγγελμα κομίζουν
κι όλος αυτός ό ρεμβασμός πού μ` έχει συνεπάρει
μοιάζει με το αγνάντεμα μιας υπερκόσμιας μέθης.