Αγαπηθήκαμε μ` έναν έρωτα έντονο, σχεδόν πυρετικό, σαν να ήταν μια ακραία πράξη που την υπαγόρευε η παρόρμηση της επιβίωσης. Έμεινα χαμένος μέσα στα σεντόνια αλλά δεν κοιμήθηκα, παρέμενα σ` αυτό το είδος νάρκης του κορμιού που επιτρέπει στο νου να ταξιδεύει ελεύθερος από εικόνα σε εικόνα. Έπειτα η Μίριαμ σηκώθηκε και πήγε στο μπάνιο, το δεξί μου χέρι κύλησε προς το πάτωμα σε αναζήτηση της τσάντας της. Την άνοιξα κι έχωσα το χέρι μου, άγγιξα τη λαβή ενός πιστολιού, το πήρα χωρίς να ξέρω γιατί, σηκώθηκα γρήγορα και ντύθηκα. Έριξα μια ματιά στο ρολόι μου, είχα χρόνο. Η Μίριαμ βγήκε από το μπάνιο και τα κατάλαβε όλα αμέσως αλλά δεν έφερε αντιρρήσεις. Της είπα να φτιάξει τις βαλίτσες της και να με περιμένει. Όχι, είπε, θα σε περιμένω στην παραλία, φοβάμαι να μείνω μόνη σ` ένα δωμάτιο.