ΧΙΟΝΙ
Η πρώτη νιφάδα χιονιού που έπεσε από τον ουρανό διέσχισε όλη την απόσταση λικνιζόμενη, παρασυρμένη από το ελαφρύ βοριαδάκι που φυσούσε και με ταχύτητα συνεχώς επιταχυνόμενη έσκασε σε κάποιο πεζοδρόμιο της πλατείας, απέναντι από την οποία ορθώνεται η μητρόπολη της πόλης μας. Κανείς δεν την παρατήρησε. Στα ζεστά πλακάκια γρήγορα έλιωσε. Όμως η αμέσως επόμενη έκανε αισθητή την παρουσία της, καθώς έπεσε με φόρα ακριβώς πάνω στην άτριχη κεφαλή του γενικού επιτετραμμένου της πόλης, που εκείνη την ώρα απολάμβανε τον καφέ του.
Ξαφνιασμένος εκείνος από το κρύο που ένιωσε, γύρισε τα μάτια προς τα πάνω και με μια ουρανομήκη κραυγή, ανάμεικτη έκπληξης και χαράς, υποδέχτηκε το συμβάν, ενώ με το χέρι του έδειχνε σε όλους μας τον ουρανό. Αμέσως σηκώσαμε τα κεφάλια ψηλά και αντικρίσαμε μαγεμένοι το πλήθος των νιφάδων που κατέφθανε.
Την επόμενη κιόλας στιγμή ένα κύμα ενθουσιασμού, ευτυχίας και αγαλλίασης σάρωσε την πόλη. Για πολύ καιρό ούτε σταγόνα βροχής δεν είχε πέσει. Ο τόπος υπέφερε από παρατεταμένη ανομβρία.
Έτσι ό,τι αντίκριζαν τα ματάκια μας περισσότερο έμοιαζε με όνειρο παρά με πραγματικότητα, πόσο μάλλον που στην περιοχή το χιόνι ήταν κάτι πολύ σπάνιο. Σχεδόν αμέσως στήθηκε πρόχειρα μια αυτοσχέδια γιορτή με όλους τους κατοίκους να παίρνουν μέρος. Μουσικές, χοροί, μπόλικο φαγητό και πιοτό συνόδεψαν τους ξέφρενους πανηγυρισμούς μας μέχρι νωρίς το πρωί καθώς η μικρή μας πόλη ντυνόταν στα λευκά.
Και την άλλη μέρα, ξεθεωμένοι από τη χτεσινή βραδιά, σαν ξυπνήσαμε είδαμε όλους τους δρόμους στρωμένους με χιόνι, το οποίο συνέχιζε απαλά να πέφτει. [. . .]