Η Μίζερι Τσάστεϊν ήταν νεκρή. Ο Πολ Σέλντον την είχε μόλις σκοτώσει και μάλιστα με απέραντη αγαλλίαση, ασκώντας το δικαίωμα του συγγραφέα που αποφασίζει κάποια στιγμή να δώσει τέλος σ’ ένα δημιούργημά του. Η δημοφιλής ηρωίδα των βιβλίων του τον είχε κάνει πλούσιο και διάσημο, αλλά ταυτόχρονα έπνιγε το συγγραφικό του ταλέντο κι έκανε τη δουλειά του να μοιάζει με αφόρητη αγγαρεία. Είχε βαρεθεί πια να καταστρώνει τις απίθανες περιπέτειές της.
Τώρα ήταν επιτέλους ελεύθερος ν’ ασχοληθεί με κάτι αληθινά ουσιαστικό, να γράψει αυτά που πάντα επιθυμούσε.
Όμως τότε ακριβώς του συνέβη το απρόβλεπτο: ένα αυτοκινητικό ατύχημα σ’ έναν ορεινό, χιονισμένο δρόμο του Κολοράντο. Ένα ατύχημα, που τον καθήλωσε με φρικτούς πόνους σ’ ένα άγνωστο κρεβάτι, όχι ενός νοσοκομείου, αλλά στο απομονωμένο πάνω στο βουνό σπίτι της Άννι Γουίλκς.
Για καλή του τύχη, η Άννι ήταν κάποτε νοσοκόμα και διέθετε άφθονα δυνατά παυσίπονα στο σπίτι της. Ταυτόχρονα όμως ήταν και φανατική αναγνώστρια των περιπετειών της Μίζερι. Κι όταν ανακάλυψε τι είχε κάνει ο Πολ στην αγαπημένη της ηρωίδα, θύμωσε πολύ. Μα πάρα πολύ...
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]