Το κοστούμι αντιπροσωπεύει για τον Μετζικώφ μια αυτόνομη μορφή τέχνης. Γι` αυτό συχνά θα βρούμε να δημιουργεί μια ενδυματολογική πρόταση που δεν έχει συγκεκριμένο προορισμό. Αρκετές φωτογραφίες σ` αυτό το λεύκωμα διαιωνίζουν τέτοιες εκλάμψεις. Εκεί ο καλλιτέχνης Μετζικώφ αφήνει ελεύθερη την έμπνευσή του να σχεδιάσει μια "φαντασία", ένα όχημα φυγής προς το παρελθόν ή προς το μέλλον, αποκαλύπτοντας τις πολλαπλές δυνατότητες του ταλέντου του. Ενός ταλέντου εύπλαστου, εύστροφου, ικανού να μεταμορφώνεται αδιάκοπα, χωρίς ποτέ να χάσει την ταυτότητά του. Αυτό ακριβώς το στοιχείο, η ταυτότητα του ύφους αποτελεί την αναγκαία και επαρκή συνθήκη για την αυθεντικότητα της δημιουργίας. [...]
(Μαρία Λαμπράκη-Πλάκα, από το εισαγωγικό κείμενο)
[...] Ο Γιάννης Μετζικώφ ανήκει στους ιδιαίτερα επινοητικούς δημιουργούς: ζωγράφος, γλύπτης και σκηνογράφος, μοίρασε τη δημιουργική του δράση με περίσσια σύνεση, κατακτώντας το προσωπικό του ιδίωμα με λογισμό και με όραμα. Με τη ζωγραφική και γλυπτική του κατάφερε να οξύνει την αισθητική μας και να διευρύνει τη σκέψη μας απέναντι στο απέραντο και ανεξερεύνητο μυστήριο του σύμπαντος. Με τα κοστούμια και τα σκηνικά του μας δίδαξε ότι η σκηνογραφία είναι σημαντική για το θέατρο και δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ούτε ως "αναγκαίο κακό", ούτε ως "αντιπνευματικό στολίδι" μιας παράστασης. Τα θεατρικά του κοστούμια φανερώνουν την επιθυμία του να εξευγενίσει την ύλη μέσα από τις πιο λεπτές εκφράσεις της τέχνης του, μεγαλώνοντας τον κόσμο του θεάτρου. Κάθε κοστούμι του, με απόλυτη αίσθηση αρμονί9ς, εκφράζει το ρόλο και την αξία του έργου. Τα τελευταία τριάντα χρόνια υπηρετεί το ελληνικό θέατρο με υπευθυνότητα, ακολουθώντας μια εξελικτική διαδρομή, μέσα σ` όλο σχεδόν το φάσμα του αρχαίου ελληνικού δράματος και κορυφαία έργα του παγκόσμιου ρεπερτορίου (Σαίξπηρ, Στρίμπεργκ, Ίψεν, Τσέχωφ. Ανούιγ, Γκαίτε, Πιραντέλλο κ.ά.). Επίσης, παθιασμένα ασχολήθηκε με την όπερα και το χορό: Αριάδνη στην Νάξο, Μάκβεθ, Φεντόρα, Φιντέλιο,Λίμνη των Κύκνων, Μαραθών-Σαλαμίς, Kάvτo Χενεράλ κ.ο.. "ανασταίνοντας" με μοναδική εκφραστική δύναμη, τη δράση και τους ρόλους. [...]
(Τάκης Μαυρωτάς, από το εισαγωγικό κείμενο)