Ο ελληνικός Μεσοπόλεμος, θεωρούμενος σε συνάρτηση με τις γενικότερες ευρωπαϊκές εξελίξεις, συστήνει μια, από κάθε άποψη, κρίσιμη περίοδο. Πρόκειται για εποχή συντριβής αλλά και εντατικής αναζήτησης νέων ιδεωδών· οξυμμένων κοινωνικών προβλημάτων, προβληματισμών και συγκρούσεων, αλλά και θέσπισης καινούργιων θεσμών για την επίλυσή τους· πολιτικής αναταραχής και οικονομικής ανάπτυξης, διαμόρφωσης νέων ιδεολογικών-καλλιτεχνικών ρευμάτων και καλλιέργειας ιδεολογικών ζυμώσεων οι οποίες επηρέασαν καθοριστικά τα όσα ακολούθησαν.
Το ζήτημα της τεχνολογικής/επιστημονικής ανάπτυξης, άμεσα συνδεδεμένο με την κοινωνικοπολιτική ανασυγκρότηση και τον νέο πολιτισμικό προσανατολισμό του ελληνικού έθνους-κράτους, ύστερα και από την εν τοις πράγμασι κατάρρευση της `Μεγάλης Ιδέας`, συνέστησε έναν από τους κεντρικούς προβληματισμούς κατά τη μεταιχμιακή αυτή περίοδο. Η προβληματική δεν αφορούσε αποκλειστικά σε κύκλους `ειδημόνων`· εκφράστηκε με ιδιαίτερη ένταση και συχνότητα στον δημόσιο λόγο διακεκριμένων πολιτικών και διανοουμένων.
Με ποιους τρόπους οι αντιμαχόμενοι αυτοί `λόγοι` οικειοποιήθηκαν την `τεχνολογία`; Πως προσέλαβαν την ιδέα της `επιστήμης`, προκειμένου να τεκμηριώσουν την ανωτερότητα των θέσεων, των σχεδίων και των οραμάτων τους; Πως συνέδεσαν αυτές τις οικειοποιήσεις με την υπέρβαση των συνθηκών τις οποίες χαρακτήριζαν και όριζαν ως `κρίση`, αλλά και με τον `ορθό` μελλοντικό ιδεολογικό, πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό προσανατολισμό του ελληνικού έθνους-κράτους; Τέλος, τι μπορεί να συνεισφέρει στην ήδη εκτεταμένη, πολυεπίπεδη βιβλιογραφία για τον ελληνικό Μεσοπόλεμο μια μελέτη που στηρίζει την προβληματική της στα προαναφερθέντα πεδία;
Σε αυτά τα ερωτήματα επιχειρεί να απαντήσει αυτό το βιβλίο, αξιοποιώντας `εργαλεία` των Σπουδών Επιστήμης και Τεχνολογίας (ΣΕΤ) και των Σπουδών Νεωτερικότητας. Μέσα από τις σελίδες του εξετάζονται ομιλίες και κείμενα των Ελευθέριου Βενιζέλου, Ιωάννη Μεταξά, Γιώργου Θεοτοκά, Ηλία Ηλιού, Δημήτρη Γληνού, Κωνσταντίνου Τσάτσου και Παναγιώτη Κανελλόπουλου, όπως διατυπώθηκαν σε κρίσιμους καιρούς. Έτσι, αποπειράται να συνομιλήσει με μια περίοδο η οποία εποικείτο από την αίσθηση του τέλους μιας εποχής, την απροσδιοριστία του μέλλοντος και την ανάγκη `νέων ξεκινημάτων` στη βάση καινούριων κοινωνικοπολιτικών σχεδίων.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]