"Βάλε να φάω, βάλε να πιω, κι έτσι ν` αναθυμήσω πώς κάμουνε οι βλάμηδες κι οι ξυπνητοί ανθρώποι. Γιατί αδερφός σου ξάπλωσα, μ` αναγυρίζω ίσκιος".
Στις ιστορίες της "ΜεταΠοίησης" οι ήρωες μιλάνε στο πρώτο ενικό. Όχι επειδή το διάλεξαν, αλλά γιατί έτσι μιλάνε όταν νιώθουν οικεία. Κάθονται απέναντι, στο ίδιο τραπέζι, και το μόνο που θέλουν είναι να τα πουν απλά. Δε φορτώνουν τις διηγήσεις τους με ενοχή ή με απάθεια. Δεν ψάχνουν κατανόηση ή συγχώρεση. Μονάχα οικειότητα.
Δώδεκα διηγήματα σαν κομμάτια από διαφορετικά υφάσματα που συρράφονται μαζί σ` ένα ένδυμα που επιχειρεί να ντύσει το σώμα μιας αναζήτησης. Αποτυπώνουν την πορεία του Άλλου προς τη συνείδηση της ετερότητάς του. Άλλοτε εξομολογήσεις παθών κι άλλοτε καταγραφές αναμνήσεων, λέξεις ανθρώπων που βαδίζουν στο δρόμο του νόστου. Κι όταν ο δρόμος λησμονηθεί, ο αδελφός ξένος θα βρεθεί αρωγός για να δείξει πού κείτεται η πατρίδα αγάπη.