Α` ΤΟ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ
1.
Περιμένουμε να πεθάνεις, όπως περιμέναμε να γεννήσεις, τότε που ήσουν νέα.
Τα καλλίγραμμα σκέλη σου μένουν ανοικτά, μας κοιτάζεις ανάσκελη με την απόκοσμη αγριάδα που βγάζουν στα μάτια οι πόνοι των δαιμονισμένων οργάνων.
Ήξερες πως θα σηκωθείς από την κλίνη της γέννας, ξέρουμε πως δεν πρόκειται να ξανασηκωθείς.
2.
Σε κοιτάζω και σκέπτομαι πως τα πιο κρίσιμα πράγματα της ζωής εκτυλίσσονται σ` ένα κρεβάτι. Όλες οι ορμές της αρχίζουν και τελειώνουν σ` ένα κρεβάτι.
Παλιά, οι γυναίκες βλαστήμαγαν την ώρα και τη στιγμή της γέννας. Μοιρολογούσαν άγρια στους θανάτους. Ένιωθαν το ανίκητο κακό που θρέφει η ζωή στους κόλπους της. Κούρδιζαν το μόνο ρολόι που της έδινε νόημα.
Έκτοτε, τα μοιρολόγια σώπασαν. Τα σχήματα της οδύνης δεν βρίσκουν απήχηση. Η φωνή πήρε την κρούστα της θετικής ενέργειας. Το άλας ονομάσθηκε ζάχαρη, η μαύρη ζάχαρη, τέχνη.
Προβλεπτό; Προβλεπτό. Είναι φρικτή η υγρασία του θανάτου ετοιμόγεννη. [...]