ARS POETICA
κανείς δεν είδε το μασκοφόρο με τα τριαντάφυλλα.
έφευγε απ` το σπίτι με ψαλίδια στα χέρια και μ` ένα
γάτο μαύρο αγκαλιά στο δάσος με τα μυστικά -δεν
το `ξερε κανείς- μέχρι που χείλη τεράστια μίλησαν
για εγκλήματα στον ποταμό, για πευκοβελόνες θηρίου,
για επιθανάτιους χτύπους και θρήνους στη διαπασών.
τότε ήταν που αγκάθια χέρια το ξεγύμνωσαν, το ξερίζωσαν
το μολυσμένο μανιτάρι το μαινόμενο.
ΚΑΙ ΤΙ ΑΠΟΜΕΝΕΙ
τη νύχτα έρχονται οι σκέψεις
πλανόδιοι λειτουργοί και μύστες.
με αποφεύγουν τη μέρα όταν χλομή
ξυπνώ απ` τη λήθη
ενώ το βράδυ κάνουν κύκλους στον λευκό
ουρανό -πίσω μού κρατάνε τα χέρια.
με γδύνουν, με βιάζουν, με περιγελούν,
τη νύχτα, όταν έρχονται, παραμονεύουν
πρώτα μην είναι άλλος κανείς
στο προσκεφάλι μου
έρωτας ή τρέλα.