Όποιος πίστεψε ότι οι νεκροί του πρώτου βιβλίου είχαν πεθάνει διαψεύσθηκε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, όταν γύρισαν όλοι οι «άσωτοι». Καταβεβλημένοι εν ζωή από τα στοιχεία της φύσης, από πάθη και έρωτες που δεν τους σήκωνε η πάνω μεριά της γης, τίναξαν από τον γιακά τους τα χώματα και επέστρεψαν θριαμβικά, για να δειπνήσουν όπως άλλοτε με τους ζωντανούς - μία νύχτα κόσμος ολόκληρος και το ανθρώπινο δράμα εν οίστρω - , μέχρι να έρθει η σεβαστή εκείνη ώρα, το πρώτο χάραμα, να ημερέψουν και να κρυφτούν ξανά ως ώφειλαν στα σκότη. Και όλα τούτα υπό το άγρυπνο βαθύσκιωτο βλέμμα της Λεύκας, που αργότερα θα επιλέξει ως αληθινό της ψευδώνυμο το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]