Ποιος είπε πως στην Ίμβρο δεν κατοικούν πια άγιοι, γιατί ρημάχτηκαν από βέβηλα χέρια οι εκκλησιές και τα ξωκλήσια; Η κυρα-Λένη στο Σχοινούδι, που δε θέλει ν` ακολουθήσει την κόρη της έξω απ` το νησί, μιας και δεν τη βαστάνε πια τα πόδια της, βρίσκει κουράγιο και κουβαλάει ξύλα με το γαϊδαράκο της, για να `χει ζέστα το χειμώνα. Η κυρα-Μάργκω κι η αδελφή της η Ουρανία, που μένουν στους Αγίους Θεοδώρους για να φροντίζουν τη νόνα τους που πέρασε τα ενενήντα. (. . .) Ο Παρασκευάς, που φοράει την τοπική ενδυμασία κόντρα στους καιρούς. Πίνει ρακή και στοχάζεται τις μέρες που χάθηκαν δακρύζοντας. Πάει στον καφενέ τ` απόβραδα μ` ένα κλωνί βασιλικό πίσω απ` τ` αφτί. Χορεύει στα πανηγύρια κι ελπίζει σε καλύτερες μέρες, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι και μαζί τους κι εγώ.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]