`Η Αϊσά κι εγώ περπατούσαμε πιασμένοι χέρι χέρι στους δρόμους. Εγώ, ο τυφλός, της μάθαινα ν` ακούει τα βήματα των ανθρώπων. Εκείνη, πάλι, μου μιλούσε για τα χρώματα: Το κίτρινο, είναι σαν τον ήλιο που ζεσταίνει το δέρμα, το πράσινο σαν τη μυρωδιά του νοτισμένου χόρτου το πρωί, το μπλε σαν τον ωκεανό, όταν στέκεσαι μπρος του...`
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]