(. . .) Μετά από μακρά σιωπή ο Γκάντι ύψωσε το βλέμμα του για να χαδέψει τ` αγαπημένα πρόσωπα των μαθητών του. Χαμογέλασε. Ύστερα, με μεγάλη ηρεμία άρχισε να μιλάει: - Αδέρφια μου. Ξέρετε όλοι την απόφασή μου. Χαράματα θ` αρχίσω τη νηστεία μου. Είναι το μόνο όπλο που μου απομένει. Ίσως να μη βγω ζωντανός από αυτή τη δοκιμασία. Τι πειράζει; Μια αγνή νηστεία έχει τη δική της αξία, ακόμα και δίχως ανταμοιβή. Τα παλιά χρόνια, στα βουδικά μοναστήρια, όταν άρχιζαν οι καλοκαιρινές βροχές, οι καλόγεροι ύψωναν τα χέρια μπρος στ` αδέρφια τους που κάθουνταν κύκλο ολόγυρά τους και άρχιζαν με ταπεινοσύνη να ξομολογούνται τη ζωή τους. Επιτρέψτε μου, αγαπημένοι μου αδερφοί, ν` ακολουθήσω το παράδειγμά τους. Ανοίξτε τις καρδιές σας, ακούστε με επιείκεια την εξομολόγησή μου. . .
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]