Κι ο "ψηλωμένος νους" χαμήλωσε κι αγίασε ο πόνος ..
Ν` αντέχω τα βασταγμένα δάκρυα που γίνηκαν κοφτερό γυαλί. Ν` αντέχω τις νύχτες που με σβουρίζουν αλύπητα. Να καταλαγιάσω τα βασταγμένα παράπονα που πνίγονται σ` ανάερες ανάσες. Να καταλαγιάσω τις κατάρες που βγήκαν από μάνα απόνετη και γίνηκαν εφιάλτες, γίνηκαν στοιχειά τρομερά κι απάλευτα. Ν` αλυσοδέσω τις βουβές κραυγές μου που τις νύχτες ουρλιάζοντας σκίζουν τα τείχη, ανεμοπλέκονται κι ανεμοσεργιανίζοντας με εκθέτουν.
Κι οι γείτονες είναι κοράκια μαύρα μ` οχεντίσια στόματα, με φαρμακερές ψυχές... Κι ένα δάκρυ λαμπόστραψε στην κόγχη του ματιού μου, δεν κύλησε, γίνηκε και κείνο κοφτερό γυαλί.