Ο Μάκης Θεοφυλακτόπουλος εισέρχεται στην τέχνη της ζωγραφικής με όχημα την κίνηση. Η είσοδος γίνεται το 1964, πρώιμα, με μια σειρά έργων που θα προκαλέσουν αίσθηση και άγουρα διθυραμβικά σχόλια. Δείχνουν μοτοσικλετιστές που φέρουν διακριτικά εξουσίας, αστυνομικούς και τροχονόμους, και διαβάζονται, στο πνεύμα της εποχής, ως αντίδραση απέναντι στην ασφυκτική πολιτική και κοινωνική κατάσταση. Θεματικά είναι πρωτότυπα γιατί συνιστούν μια αλλαγή: δεν έχουν παρουσιαστεί ξανά στην χώρα πίνακες με ανθρώπους σε μηχανή. Στιλιστικά είναι οι σπουδές ενός φοιτητή που αναμειγνύει επιρροές με μια κάποια `αθωότητα`: επιδράσεις στο πνεύμα της ζωγραφικής παιδείας της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών της δεκαετίας του `60, διακριτικά της τέχνης του Τσαρούχη, τη ζωγραφική ελευθερία του Μπουζιάνη, επιδράσεις από το δάσκαλο Μόραλη, ο οποίος ήταν εκείνη την εποχή η κυρίαρχη φυσιογνωμία της Σχολής. Το ίδιο χρόνο φτιάχνει μια σειρά πορτρέτα. (. . .)
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]