Είναι συγκλονιστικό το πρωτείο της αγάπης, όπως αναδύεται από το ευαγγέλιο της Εκκλησίας. Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς τι απομένει πλέον να λεχθεί, από τη στιγμή που ο ευαγγελιστής Ιωάννης προσδιόρισε τον ίδιο τον Θεό ως αγάπη (Α΄ Ιω. 4:8) και ο απόστολος Παύλος ξεστόμισε τον ύμνο της αγάπης (Α΄ Κορ. 13).
Κι όμως, για να είναι αληθινά Εκκλησία η Εκκλησία, χρειάζεται αδιάκοπα να φέρνει σε κάθε εποχή και σε κάθε άνθρωπο το ευαγγέλιο (δηλαδή την καλή αγγελία, τα καλά νέα, ότι η αγάπη είναι ο μόνος τρόπος ζωής που έχει αληθινά μέλλον χωρίς λήξη, καθόσον είναι ο τρόπος ύπαρξης Εκείνου ο οποίος δεν έχει λήξη). Χρειάζεται, δηλαδή, οι ίδιοι οι πιστοί όχι απλώς να παπαγαλίζουν τα κείμενα της Γραφής, αλλά να ζουν με τέτοιον τρόπο ώστε, ο ίδιος ο βίος τους να φανερώνει την καλή είδηση, και ο λόγος τους να είναι μαρτυρία ευαγγελίου, διατυπωμένη στη γλώσσα του εκάστοτε παρόντος.
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]