Αυτά τα διηγήματα του Πέννα μοιάζουν με ακουαρέλλες. Δύο - τρία χρώματα, ταπεινά τοπία, παιδιά που παίζουν ή κάνουν ποδηλατάδα. Φίλοι που αποχωρίζονται καθώς το άγρυπνο μάτι του Πέννα τους παρατηρεί και τους σχεδιάζει.
Ο Πέννα δεν είναι κανένας νεοπλατωνικός, ούτε κανένας γέρος ηδονοθήρας. Τίποτα θεωρεί το άγγιγμα -δεν ομιλεί περί έρωτος- υψηλή τέχνη και λατρεία. Λίγες φράσεις από κάποιον γαλατά που φεύγει, κάποιον ξένο του αρκούν για να περάσει το υπόλοιπο της ημέρας του. Δεν μεριμνά για το αύριο -το αύριο σε κάποιο σταθμό, σε κάποιο περιφρονημένο σημείο αυτής της πόλης- είναι η Ρώμη, η Περούτζια;- θα δει κάτι και σαν αρχαίο βρέφος θα σταθεί πάλι να το σχεδιάσει.
Αυτόν τον τόμο διηγημάτων του συμπληρώνει, σαν "επίμετρο", η καταχώρηση ποιημάτων του -με διορθώσεις και αλλαγές από την πρώτη τους δημοσίευση στα τεύχη 3, 4, 5 του περιοδικού "Οδός Πανός". Ο αναγνώστης θα διακρίνει στα ποιήματα όσα στα πεζά του καταγράφει.