«Διαολεμένο ξυπνητήρι! Ο πιο απαίσιος ήχος του κόσμου. Ορίστε, πήγε κιόλας επτάμισι. Ούτε ένα όνειρο δεν μπορεί να φχαριστηθεί κανείς. Βέβαια! Πόσο καλή μπορεί να είναι μια μέρα για κάποιον που ξυπνάει μ` αυτό τον τσιριχτό ήχο στα αυτιά του; Και η φωνή της μαμάς: «Άντε ξύπνα! Μη φεύγεις πάλι χωρίς πρωινό». Λες και το πρωινό θα μας σώσει». Αθήνα, δεκαετία του `90. Η Λητώ ψάχνεται, αναζητά κατευθύνσεις, ονειρεύεται και αναρωτιέται γιατί πρέπει να περάσει κανείς από το σχολείο για να κατακτήσει τη ζωή. Τρέχει σε συναυλίες με το συγκρότημα του ξαδέρφου της του Μίκη και ονειρεύεται να ταξιδέψει. Ο Βασίλης, ο Άγγελος, οι πλάκες, η παράνοια, ο πόνος, η χαρά, η μουσική, το διάβασμα, θα την κάνουν να συνειδητοποιήσει την έννοια του παιχνιδιού της ζωής. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]