Τι άλλο θα μπορούσε να `ναι ένα κείμενο για τον Νίκο Καββαδία παρά ένα μνημόσυνο στο λιγοστό φως που σιγοκαίει ακούραστα στα σωθικά της παρακμής; Τι άλλο θα μπορούσε να γράψει για το νοσταλγό ετούτο της ατίθασης ουτοπίας που, όπως κάθε ναυτικός, του πραγματικού το ανέφικτο ζήτησε και χώρους και τρόπους, απροσπέλαστους σε ανθρώπους καθαρούς, τόλμησε να περπατήσει, που δε δείλιασε να αγγίξει και να ψαύσει της αμαρτίας το σώμα και να βγει νικητής και νικημένος μαζί;
Λένε για μένα οι ναυτικοί...
Αφηγητής και διαβάτης μαζί. Η γοητεία και το κουράγιο να `ναι κανείς μέσα σ` ό,τι αφηγείται, να `ναι κοντά -έστω κοντά- και ν` αφουγκράζεται τες ψυχές που πονούν και παραδίδονται στου μπορετού την πενία. [...]