"Για μένα πάντως αυτό που λέμε Ευρώπη αρχίζει συναισθηματικά στο Μόναχο. Ο λόγος είναι μια σκηνή που έζησα στον σιδηροδρομικό σταθμό του το 1970 ή `71. Μόλις είχαμε φτάσει εκεί έπειτα από το συνηθισμένο ταξίδι των σαράντα οκτώ ωρών και το τρένο μας, βρόμικο, κρύο και πρωτόγονο, είχε κάνει στάση, πριν συνεχίσει βορειότερα. Στεκόμουν στο διάδρομο του τρένου και κοίταζα την κίνηση από το ανοιχτό παράθυρο. Δίπλα μου ήταν ένας συμπατριώτης με ψαλιδισμένο μουστάκι και τσακισμένη μύτη. Ξαφνικά, με φοβερή ταχύτητα, αγέρωχα, μπήκε στην απέναντι γραμμή μια από εκείνες τις γερμανικές υπερταχείες που η αγγλική ονομασία τους ακούγεται αμείλικτη από γερμανικά στόματα: "Ιντερτσίτι". Πίσω από τα κατάφωτα παράθυρα κάθονταν, άνετα, καλοντυμένοι κύριοι και κυρίες, που γευμάτιζαν ή διάβαζαν εφημερίδα. Τότε ο τύπος με την τσακισμένη μύτη και το ψαλιδισμένο μουστάκι είπε: "Άλα, ρε Ευρώπηδες!"
Αυτή η φράση μού έμεινε. Δεν ξέρω αν έκρυβε θαυμασμό, φθόνο ή ειρωνεία, αν και είναι πιθανό ότι σήμαινε όλα αυτά μαζί ή ίσως κάτι εντελώς διαφορετικό, που δεν μπορώ να το φανταστώ. Από τότε όμως, όποτε βλέπω Ευρωπαίους να πορεύονται περήφανοι και σίγουροι τον ολόισιο δρόμο τους, χωρίς καιρό να κοιτάξουν δεξιά ή αριστερά, χωρίς την πιθανότητα παρεκκλίσεων, λέω μέσα μου άθελά μου, πριν παραδοθώ σε άλλες σκέψεις: "Άλα, ρε Ευρώπηδες!""
Μονοπάτια που περνούν από στοιχειωμένες περιοχές και άλλα που χάνονται στα άδυτα της ψυχής. Μυστήριοι άνθρωποι πίσω από συνηθισμένα πρόσωπα. Κρίσεις που αντιστρέφουν τις τύχες λαών και έρωτες που γεννούν νευρικές κρίσεις. Τραγελαφικές περιπέτειες αθλητών του στίβου και του λόγου που έμπλεξαν με την πολιτική.
Ιστορίες της γειτονιάς και ιστορίες για μακρινά ταξίδια.
Ένα βιβλίο με διηγήματα που, ανάμεσα στη φαντασία και τη μνήμη, ανάμεσα στη μυθοπλασία και το δοκίμιο, σχολιάζουν με αναπάντεχο τρόπο τη ζωή μας.