Ερωτεύτηκαν δύο, παθιάστηκαν δύο, ορκίστηκαν στο δύο. Όμως κάποιο τρίτο πρόσωπο ήταν πάντα εκεί, ανάμεσά τους. Έστηνε τις ενέδρες του, καραδοκούσε, σκηνοθετούσε τις ζωές τους. Άλλαζε ηλικίες, άλλαζε φύλο, άλλαζε πρόσωπα. Έβαζε κι έβγαζε μάσκες. Κι αυτοί εκεί. Έσπρωχναν τα θέλω τους στην άκρη, αδύναμοι να αντισταθούν. Ώσπου στο τέλος δεν άντεξαν. Έπαιξαν όλοι στο λάθος. Όμως είναι όπως λέει και το τραγούδι; `Τελικά αυτός ο ξένος ήταν στην αγάπη μας κρυμμένος;` Ή. . . Μήπως δεν υπήρχε τελικά;
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]