Είδα για πρώτη φορά τα Κύθηρα το 1984. Ήταν ένας έρωτας με την πρώτη ματιά. Με μάγεψε ο ξερός αέρας που έρχονταν από τα κίτρινα χωράφια, η ζέστη στο εσωτερικό του νησιού, τα μεγάλα κύματα της Αγίας Πελαγίας και οι σπηλιές της Παλαιόπολης. Όμως αυτό που κράτησα για πάντα στην ψυχή μου ήταν τα διάσπαρτα ερείπια, οι καμάρες με τις κληματαριές, τις βουκαμβίλιες και τα γιασεμιά, που θέριευαν και γέμιζαν τους γκρεμισμένους τοίχους, παρατημένα για χρόνια από αυτούς που τα ονειρεύτηκαν να στολίζουν μια ήσυχη κι ευτυχισμένη ζωή στο σπίτι που έχτισαν με τα χέρια τους. Δεν έψαξα, δεν είδα τους ανθρώπους. Συνάντησα τα φαντάσματά τους στα σκουριασμένα κρεβάτια, στις εκκλησίες που στάβλιζαν κατσίκες, στα παραθυρόφυλλα που χτυπούσαν μανιασμένα από τους δυνατούς ανέμους των Κυθήρων. Ένιωσα την απουσία τους στις ρημαγμένες ξερολιθιές, στα δασωμένα χωράφια, στις ελιές που χέρι ανθρώπινο δεν τις φρόντισε για χρόνια πολλά. Κι έτσι δέθηκα μ’ αυτόν τον τόπο που ήξερε να κρατά τα μυστικά του καλά κρυμμένα. Τζέλη Χατζηδημητρίου.
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]