Ο Μ. Καραγάτσης (1908-1960) κράτησε τη στήλη της θεατρικής κριτικής στην εφημερίδα Βραδυνή από το 1946 μέχρι το θάνατό του, το 1960. Οι κριτικές αυτές - που υπερβαίνουν τις 350 - εκδίδονται για πρώτη φορά στο σύνολό τους και μας αποκαλύπτουν μιαν άλλη διάσταση του κορυφαίου πεζογράφου, άγνωστη στους νεότερους αναγνώστες του. Παράλληλα εικονογραφούν την κρίσιμη δεκαετία του `50 προσφέροντας στους ερευνητές της ιστορίας του μεταπολεμικού θεάτρου τη δυνατότητα να μελετήσουν την πορεία της νεοελληνικής δραματουργίας, την πρόσληψη του ευρωπαϊκού και αμερικανικού θεάτρου στον τόπο μας, καθώς και τις προσπάθειες για τη σύγχρονη αναβίωση του αρχαίου δράματος. Με κυρίαρχο το αίτημα της ελληνικότητας, η θεώρηση του Καραγάτση για την αναβίωση της τραγωδίας διερευνά τις δυνατότητες για μια σύγχρονη παρουσίαση, με σεβασμό στην ποιητικότητα και στο μεταφυσικό στοιχείο του είδους. Ο Καραγάτσης, που παρακολουθεί συστηματικά τη θεατρική κίνηση της Αθήνας, συγχαίρει και στηλιτεύει, αποδοκιμάζει ή ενθαρρύνει ηθοποιούς, σκηνοθέτες, σκηνογράφους, μουσικοσυνθέτες. Υποστηρίζει με σθένος τις σκηνικές αναζητήσεις της εποχής: Ενισχύει την εκδοχή ενός Αριστοφάνη με λαϊκότροπες αναλογίες στις πρωτοποριακές σκηνοθεσίες του Σολομού και επιδοκιμάζει τους πειραματισμούς του Κουν στο Θέατρο Τέχνης. Αναγνωρίζει τις ανανεωτικές προτάσεις του Ροντήρη και του Μινωτή στο επίπεδο της εκφοράς του λόγου. Υπερασπίζεται με ενθουσιασμό τη σκηνογραφική κι ενδυματολογική όψη των Τσαρούχη, Βακαλό, Βασιλείου, Μόραλη και την εμπνευσμένη μουσική του Χατζιδάκι. Τέλος, προβλέπει με εκπληκτική ακρίβεια από τις πρώτες ήδη εμφανίσεις τους, τη λαμπρή σταδιοδρομία του Αλέξη Σολομού, της Έλλης Λαμπέτη και πολλών άλλων. Την έκδοση αυτή, που πλουτίζει την ισχνή βιβλιογραφία της θεατρικής σκηνής, προλόγισε ο Κώστας Γεωργουσόπουλος και επιμελήθηκε ο θεατρολόγος Ιωσήφ Βιβιλάκης.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]