Στις 5 Σεπτεμβρίου του 2003 ο Jacques Derrida καλείται να εκφωνήσει μια διάλεξη στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης εις μνήμην του Hans-George Gadamer. Έχοντας αναπτύξει εν ζωή μια σχέση -σχεδόν φιλία- γεμάτη ιδιαιτερότητες, σχέση γεμάτη διάλογο φιλοσοφικό βασισμένον επάνω στις αρχές της ερμηνευτικής και της φαινομενολογίας, ο Derrida έρχεται να συνεχίσει τον διάλογο αυτόν κατόπιν του θανάτου του Gadamer. Παίρνει ως αφορμή το ποίημα του Γερμανού ποιητή Paul Celan, Grosse, Gluhende Wolbung [Μέγας, διάπυρος θόλος], ποιητή που κινητοποίησε συναισθηματικά και διανοητικά τόσο τον Gadamer όσο και τον Derrida, για να αναπτύξει τον προβληματισμό του σχετικά με το δυνατόν της μεταφραστικής επανάγνωσης ενός κειμένου όπως το τσελανικό ποίημα. Ο ίδιος ο Derrida χρησιμοποιεί έναν λόγο ποιητικό προκειμένου να ψηλαφήσει το ποίημα. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]