Μέσα από τις "Κραυγές μες στη σιωπή" αναδύονται τρεις γυναικείες μορφές. Η δεσποτική και γερασμένη μητέρα, η νύφη της, ναυαγισμένη σύζυγος, και η κόρη, στο μεταίχμιο ονείρου και πραγματικότητας, προσπαθώντας να βρει το πρόσωπο και τη φωνή της. Τρεις διαφορετικοί κόσμοι, τρεις διαφορετικές γραφές. Στο πρώτο μέρος, μια Κυριακή, μέσα στο σιωπηλό σαν τάφο κόσμο της οικογένειας τα πλάνα διαδέχονται αργά το ένα τ` άλλο, πάνω στο φόντο μιας ασταμάτητης σιγανής βροχής. Μορφές λιτές, θαμπές πλανιώνται και κάπου κάπου μια βίαιη κραυγή, κραυγές ή αποσπάσματα του καθημερινού κοινότυπου άχρωμου λόγου και χειρονομίες, χειρονομίες που αιχμαλωτίζουν της γυναίκα. Οι ήχοι μιας απέραντης σιωπής όπου βουλιάζει η ύπαρξη. Στο δεύτερο μέρος, ο συναισθηματικός κόσμος της γυναίκας μέσα από ένα ημερολόγιο. Απ` τη μια ένα βαθύς και πλούσιος εσωτερικός κόσμος κι απ` την άλλη η φτωχή και συρρικνωμένη καθημερινότητα. Το τελευταίο μέρος έρχεται σαν ένα χείμαρρος λόγου. Μια κραυγή που θα πολλαπλασιαστεί, θα ξεχειλίσει, θα γίνει παραλήρημα για να διεκδικήσει το δικαίωμα της γυναίκας στον έρωτα και την ευτυχία.