Ο Κυριάκος Ρουσιάς πήγε στην Αμερική στα 15 του. Στα 43 του μένει στο Γκέιθερσμπεργκ και δουλεύει στο Φρέντερικ, ερευνητής στο Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας. Δεν πολυμιλάει για το σόι του, δεν πολυμιλάει για τα παλιά. Το καλοκαίρι του `98, απροειδοποίητα, επιστρέφει στο χωριό του πρώτη φορά. Και πέφτει πάνω στον άλλο Κυριάκο Ρουσιά. Ακούει εκείνη τη φωνή που τρυπούσε το ρόδι και ξεφλούδιζε το πετραμύγδαλο. Ψάχνει κάποια Μάρω με μια ελιά σαν δάκρυ στην πίσω μεριά της γάμπας. Αναρωτιέται πώς είναι το βλέμμα του ανθρώπου τη στιγμή που παίρνει μια μοιραία απόφαση.
Σελίδες για τις απάτητες διαδρομές του μυαλού. Για τα απαγορευμένα συναισθήματα. Για το ίδιο κάρβουνο που καίει δύο άντρες.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]