Η κούκλα ή το οποιοδήποτε ισοδύναμο και ανάλογό της δεν είναι καθόλου `άψυχη` από την στιγμή που συνδέεται με το παιδί (και τον ενήλικο, επίσης) περνώντας έτσι σε μια συνασθηματοκιναισθητική επαφή, ακόμη και σ` ένα διάλογο, μολονότι ακούεται ως μονόλογος ή προέρχεται απ` το κενό και το καινό μιας υπέρβασης. Άλλα στο αντι-κείμενο της κούκλας, σκιάς ή απεικόνισης το υπο-κείμενο, έστω και ως υποβολέας, παραμένει ανοικτό προς μια δυνητική διυποκειμενικότητά του:
Απ` την στιγμή, τουτέστιν, που η κούκλα κινείται πέραν του ενός (υποκειμένου), ομιλεί και συγκρούεται με άλλα δυνητικά όντα οπότε συμβαίνει κάτι το όντως δραματικό στην αναπαράσταση των πραγμάτων. Το ότι βρισκόμαστε ήδη στην καρδιά του θεάτρου με την διονυσιακή του καταβολή, από τον τράγο μέχρι την ωδή, είναι κάτι που διαπερνά και διαφεύγει μέσα στις σελίδες της Άλκηστις το πιο πολύτιμο, ίσως, μυστικό της. [...]
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]