Η μελέτη αυτή είναι προϊόν του έντονου προβληματισμού μου για την ερμηνευτική ικανότητα κάποιων όρων που χρησιμοποιούμε στην Κοινωνιολογία, και ειδικότερα στην Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης. Ίσως σ` αυτή την επιστημολογική μου ανασφάλεια να οφείλεται η τάση μου να μην αποδέχομαι εύκολα ως `γνώση` το `εργαλείο` που κατασκευάζουμε για να τη `συλλάβουμε`. Είναι βέβαια πολύ δύσκολο να ξεχωρίσουμε `γνώση` και `εργαλείο` γιατί δεν υπάρχουν χωριστά, αλλά μπορεί και να παραπλανηθούμε ταυτίζοντάς τα. Το ερώτημά μου είναι: τι είναι κοινωνική αναπαραγωγή και πως εμπλέκεται το Σχολείο σ` αυτήν; Η απάντηση από μια Κοινωνιολογία αυθόρμητη (spontanee κατά Durkheim) είναι εύκολη και σαφής, από μια Κοινωνιολογία όμως επιστημολογικά εγρήγορη και μεθοδολογικά απαιτητική δεν είναι καθόλου απλή. Κι αν δεν έφθασα, με την εργασία μου αυτή, σε βεβαιότητες απόλαυσα εντούτοις τις αμφιβολίες. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]