Μνήμη, φαντασία, απόδραση στο όνειρο συνθέτουν το αφηγηματικό πλαίσιο του μυθιστορήματος του Νίκου Ορφανίδη «Κλειώ», που επικεντρώνεται στα χρόνια πριν και μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Τόπος η Κύπρος, αλλά και η Αθήνα ως καταφύγιο και τόπος διαφυγής των εξόριστων πρωταγωνιστών. Ο αφηγηματικός χρόνος μετακινείται συνεχώς, μας πάει άλλοτε στο αφηγηματικό παρόν των ηρώων κι άλλοτε πίσω, ώς τη δεκαετία του `50, με τα γεγονότα του αγώνα ενάντια στην Αγγλοκρατία, με τους ήρωες και τους μάρτυρες εκείνων των χρόνων, τον Γρηγόρη Αυξεντίου ή τον Πετράκη Γιάλλουρο. Το μυθιστόρημα παραπέμπει σ` έναν ξεχασμένο τόπο, σε μια ξεχασμένη εποχή. Είναι αυτή της παιδικότητας, της αθωότητας, του έρωτα ή του ονείρου. Γι` αυτό και ο κόσμος των χρωμάτων του κινηματογράφου «Ελληνίς», αλλά και το λεωφορείο που ταξιδεύει είτε στον τόπο του εφιαλτικού είτε στον τόπο του ονείρου και του φανταστικού. Στο μυθιστόρημα έχουμε μια σειρά απο αποδράσεις. Είναι η πόλη που απογειώνεται, που αναλαμβάνεται στον ουρανό, εγκαταλείποντας τους κατοίκους της. Είναι ο ίδιος ο αφηγητής, που εγκαταλείπει με τον δικό του τρόπο τον κόσμο του. Η Κλειώ που φεύγει, που αποδρά συνεχώς απο τις μνήμες της, απο την ίδια τη ζωή της. Ο Νέαρχος, που επιχειρεί να καταγράψει ένα απολιθωμένο παρελθόν κινηματογραφικά, μέσα απο την τραυματική διαφυγή στη μνήμη.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]