(. . .) Μα τι πρεμούρα τους έπιασε τώρα να με στείλουν για διακοπές στη Μάνη, κοντά στον παππού; Και γιατί μου κάνουν όλες αυτές τις κουφές ερωτήσεις;. . . Σύντομα η δεκατετράχρονη Θεοδώρα θα αντιληφθεί ότι οι γονείς της καίγονται να μάθουν τι τρέχει με τον παππού, που έχει `σπιτώσει` μια Γεωργιανή μετανάστρια. Τι μέρος του λόγου είναι αυτή η Ταμάρη; Έχει απλώς βρει καταφύγιο στο σπίτι ενός φιλόξενου, συμπονετικού ανθρώπου, ή μήπως θέλει να επωφεληθεί από την αδυναμία του, για να τον εκμεταλλευτεί ή ακόμη και να τον `τυλίξει`, όπως όλοι φοβούνται; (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]