Η `εν Χριστώ` σωτηρία του ανθρώπου λειτουργείται και προσφέρεται στον άνθρωπο, μέσα στο μυστικό Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, έχει δε ως βασική προϋπόθεση την αποδοχή και την ομολογία της πίστεως εκ μέρους του ανθρώπου, καθώς επίσης και τη Βάπτισή του εις το Όνομα της Αγίας Τριάδος, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Η υπό της Εκκλησίας εφαρμογή της εντολής του Κυρίου `πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη βαπτίζοντες αυτούς εις το Όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν` (Ματθ. 28, 19), μας υποχρεώνει να μελετήσουμε τη `διμερή` κίνηση του Θεού προς τον άνθρωπο, μέσω του Ευαγγελικού κηρύγματος, και του ανθρώπου προς τον Θεό, η οποία συντελείται με τη μετάνοια, με την ομολογία της πίστεως και με το Βάπτισμα. Τόσο λοιπόν η Κατήχηση, όσο και το Βάπτισμα, ως εισαγωγικό Μυστήριο στη ζωή της Εκκλησίας, είναι θέματα υψίστης σπουδαιότητας και για τον ίδιο τον πιστό, αλλά και γενικώτερα για τη ζωή του όλου Σώματος της Εκκλησίας.
Ο Σαρκωθείς Θεός Λόγος `Όστις εγκρύπτεται εν πάσαις ταις ευαγγελικαίς εντολαίς` (Μάξιμος Ομολογητής), προσφέρεται στον άνθρωπο, ως θείος λόγος `ζων και εναργής και τομώτερος υπέρ πάσαν μάχαιραν δίστομον` (Εβρ. 4, 12). Όταν ο άνθρωπος τον δεχτεί ανεπιφύλακτα, τότε του προσφέρονται όλες οι προϋποθέσεις για τη δεύτερη, την `άνωθεν` γέννηση (πρβλ. Ιωάν. 3, 5), η οποία συντελείται θεμελιακά με το Βάπτισμα και ολοκληρώνεται δυναμικά με το ιερό Μυστήριο του Χρίσματος, ενώ παραμένει λειτουργικά ως έργο ισόβιο της συνεργασίας θείας και ανθρώπινης βουλήσεως.
Στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, επειδή ακριβώς είχε αξιολογηθεί δεόντως η ύψιστη σημασία της Κατηχήσεως, ως απαραίτητη προϋπόθεση, ως `εκ των ων ουκ άνευ`, για την προετοιμασία της ψυχής εν όψει της εισαγωγής της στην `καινή ζωή`, δινόταν ιδιαίτερη σημασία, τόσο στον τρόπο, τη διάρκεια και το περιεχόμενο της Κατηχήσεως, όσο και στη συμμετοχή και την ανταπόκριση που επιδείκνυαν οι Κατηχούμενοι σε όσα διδάσκονταν.
[Απόσπασμα από το κείμενο της εισαγωγής της έκδοσης]