ΤΟ ΑΣΤΕΡΙ
Από μικρός γύριζα αργά στο σπίτι. Γυρόφερνα μονάχος στα στενά, έχανα τον δρόμο ή συχνά δεν είχα καθόλου προορισμό, περιμένοντας υπομονετικά μέχρι να `ρθει η νύχτα. Τότε, καθόμουν σταυροπόδι στο πεζοδρόμιο, το σπίτι άπλωνε την παλάμη του μπαλκονιού κι εγώ, μ` ένα σάλτο, την απέφευγα, ξεκινώντας την πορεία προς τ` αστέρια.
Μικρές χορεύτριες. Ντυμένες στα φωτεινά τους ρούχα, με τα ακτινωτά άκρα και τα λαμπερά στεφάνια να στήνονται εν ρυθμώ. Πρόθυμες μόνο για έμενα, με μια κίνηση απ` το δάχτυλό μου ν` αρχινήσουν. Αλλά ήμουν μακριά, ήμουν τόσο μακριά για ν` ακούσουν που ουρλιάζω.
Η νεότητά μου κοιμόταν πάνω στην ιερά σινδόνη της νύχτας -λένε το φεγγάρι είναι το πρόσωπο ενός μικρού που ξέμεινε από χρόνο και μεγάλωσε- κι έτσι μεγάλωσε με θυσίες.
Όλη μου η ζωή πράγματα μισοτελειωμένα, ένας περήφανος ημιτελής, με στόχους παρατημένους ακριβώς πάνω στην εκπλήρωση -μα, αλήθεια, πότε ολοκληρώσαμε πραγματικά οτιδήποτε; αφού κάθε τέλος άλλαζε καθημερινά μαζί μας.
Ίσως γι` αυτό να μην ταίριαξα με την τελειότητα. Για να προλάβω να δοκιμάσω κάθε τι καινούργιο. Κι η αγάπη, μου ήταν εξ αρχής αντιπαθής. Είναι επικίνδυνο να σ` αγαπάνε. Μπορεί να χαραμίσεις ολόκληρη ζωή για να σταθείς αντάξιος των προσδοκιών. [...]