Η Μαρίνα Πετρή σκιαγραφεί την προσωπικότητα του νεοέλληνα με χιούμορ αλλά και με κριτικό βλέμμα μέσα από την οικεία σε όλους φιγούρα του Καραγκιόζη, του κατεργάρη και καταφερτζή πρωταγωνιστή του θεάτρου σκιών. Μετατρέπεται η ίδια σε πολυπράγμων καραγκιοζοπαίκτη και κινεί τα νήματα του εικαστικού παιχνιδιού. Δημιουργεί εικόνες, συχνά μέσα από τη συναρμογή διαφορετικών υλικών, και αφηγείται καθημερινές ιστορίες. Εμπλουτίζει το παραδοσιακό ρεπερτόριο του Καραγκιόζη με νέες δράσεις και εκσυγχρονίζει τον πανούργο ήρωά της.
Πάνε οι μέρες της σκλαβιάς, της φτώχειας και της κακομοιριάς! Ο Καραγκιόζης ο Νεοέλληνας είναι ελεύθερος και χορτασμένος. Μέλος της Ενωμένης Ευρώπης και επίσημος πολίτης της Γηραιάς Ηπείρου. Γραμματιζούμενος, "τα ξέρει όλα" σαν τον συμπρωταγωνιστή του τον Μορφονιό απ` τον οποίο κλέβει στα έργα της Πετρή και άλλα στοιχεία, ζηλεύοντας προφανώς την καλλιεργημένη προσωπικότητά του. Για παράδειγμα, δείχνει την ίδια έπαρση του διανοούμενου, ντύνεται κομψά, του αρέσει το φαίνεσθαι και ψοφάει για επίδειξη. [...]
Η Πετρή κατακερματίζει τα διαφορετικά χαρτιά, ντεκουπάροντας συγκεκριμένες φόρμες τις οποίες στη συνεχεία συναρμολογεί για να πλάσει τις φιγούρες και να συνθέσει την διήγηση της εικόνας. Η τεχνική του ντεκουπάζ παραπέμπει στην μέθοδο κατασκευής που ακολουθούσαν και ακολουθούν οι καραγκιοζοπαίκτες για να κατασκευάσουν, από ευτελή συνήθως υλικά, τους άψυχους ηθοποιούς του θεάτρου σκιών. Η ευρηματικότητα, ο αυθορμητισμός, το ψάξιμο της ύλης, το αγκάλιασμα καινούριων υλικών και η ιδέα της ανακύκλωσης σηματοδοτούν τη μεθοδολογία των καραγκιοζοπαικτών και λειτουργούν σαν προκλητικά ερεθίσματα για την Πετρή. Αντίθετη με τους κανόνες που υπαγορεύει το διεθνές σύστημα της τέχνης -το οποίο θέλει τους καλλιτέχνες να είναι υπόδουλοι στην εκάστοτε trendy αισθητική προκειμένου να ενταχθούν στη διεθνή αγορά-, η Πετρή αφήνει τον εαυτό της ελεύθερο να επικοινωνήσει βιωματικά και δημιουργικά. Αρέσκεται να πειραματίζεται κατά το δοκούν με ύλες και τεχνικές, βαδίζει ανεξάρτητα από τις τρέχουσες εικαστικές τάσεις και ταυτίζεται με τον ήρωά της που αρνείται και αυτός πεισματικά να ακολουθήσει τα "πρέπει" της κοινωνίας για να προκόψει.
Συνομιλώντας με τον Καραγκιόζη, εμμένει στην ελληνική πολιτιστική παράδοση και τιμά με τον δικό της τρόπο τις απόψεις των καλλιτεχνών της γενιάς του `30. Σε μια σειρά σχεδίων, με έντονες αναφορές στην αρχαιότητα και το Βυζάντιο, υμνεί την "ελληνική γραμμή" που αποτελεί τον τίτλο ενός σημαντικού αισθητικού δοκιμίου του Περικλή Γιαννόπουλου. Καταφέρνει όμως παράλληλα να ξεφύγει από το ιδεολόγημα της "ελληνικότητας" σατιρίζοντας με αυστηρή διάθεση, καυστικότητα και έντονο χιούμορ την σύγχρονη Ελλάδα και τον νεοέλληνα. Σκηνοθετεί ένα διάλογο με το παρελθόν και το σήμερα, με το εντόπιο και το παγκόσμιο καλλιτεχνικό γίγνεσθαι, εμπλέκοντας ανάλαφρα διαφορετικές πραγματικότητες και καταστάσεις σε ένα ενιαίο αποτέλεσμα, χωρίς σοβαροφάνειες.
(από τον πρόλογο της Μπίας Παπαδοπούλου, Ιστορικού Τέχνης)