Συνολικώς επτά έτη παρήλθον από την πρώτη έκδοση του παρόντος και ύστερα από διάφορους προβληματισμούς και ενδιάμεσες έρευνες, επισκέψεις στον χώρο και συζητήσεις με φίλους, επιχειρώ την δεύτερα μετά χείρας έκδοση με την φιλάγαθη διάθεση και το ενδιαφέρον των αδελφών Κυριακίδη. Οι συμπληρώσεις και ορισμένες αναθεωρημένες απόψεις και συμπληρώσεις δικαιολογούν, φρονώ, το παρόν εγχείρημα. Και οπωσδήποτε σκεπτόμενος πως αυτό θα είναι χρήσιμο στον φιλίστορα, τον ειδικό, τον φοιτητή, αλλά και στον γενικό αναγνώστη.
Όλη αυτή η επταετής επεξεργασία είναι προσανατολισμένη, πάντοτε, στον χωροχρόνο του ιστορικού αυτού τμήματος της ευρύτερης Μικράς Ασίας και ισορροπημένη με νέες πληροφορίες ή και με άλλες που παραλείφθηκαν στην πρώτη έκδοση. Έτσι, έχω την σχετική ικανοποίηση ότι όλα τούτα τα νέα στοιχεία συμπληρώνουν, όσο γίνεται, την διαχρονία αυτού του χώρου· σημειωτέον, ότι ο χώρος αυτός τα τελευταία έτη ελκύει, δικαιολογημένους, την προσοχή πολλών Ελλήνων και ξένων λόγω της ιδιομορφίας του για πολλούς, αλλά και της ιστορίας του για τους πιο υποψιασμένους. Άλλωστε, η Καππαδοκία είναι άγνωστη για πλείστους λόγους στο ευρύτερο κοινό, ακόμη και στο επιστημονικό για δύο, κυρίως, λόγους. Ο πρώτος είναι η έλλειψη, για δεκαετίες, ενδιαφέροντος γι` αυτόν τον χώρο που εκκινούσε από την τουρκοφωνία των Ρωμηών πού το 1924 εγκατέλειψαν τις πατρογονικές εστίες τους κατ` εφαρμογήν της συνθήκης της Λωζάννης και που ζούσαν εν αυτοαπομονώσει, σε πολλές περιπτώσεις, ως ακόμη την δεκαετία του `60. Ο δεύτερος, η κακία των καιρών από το 1924 και εντεύθεν στην χώρα μας με την κατά καιρούς, επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η παντελής έλλειψη μελετών, από ελληνικής πλευράς, για την χριστιανική τέχνη των λαξευμένων ναών και πετρομονάστηρων της Καππαδοκία. [...]
(από τον πρόλογο του συγγραφέα)