`Κάποια στιγμή, πρόσφατα, συνειδητοποίησα πόσο συχνά, πόσο επίμονα, πόσο εύκολα και, τελικά, πόσο στερεότυπα επαναλαμβάνεται παντού -εκπομπές, περιοδικά, εφημερίδες, συζητήσεις στο σπίτι ή αλλού, ακόμη και σε μερικές από τις δικές μου τις παρέες- μια κουβέντα. Ότι, δηλαδή, οι έφηβοι δε μιλάνε, γιατί δεν έχουν τίποτε να πουν.
- Η κουβέντα αυτή εμφανίζεται στη συζήτηση σαν να είναι, τάχα, αυταπόδεικτη, αν όχι και αυτονόητη.
- Καθώς συνειδητοποιούσα αυτή τη διάσταση του λόγου, της κουβέντας και -γιατί όχι- των φαντασιώσεων και των ιδεολογιών της παρούσας στιγμής, κάτι κλότσησε μέσα μου.
Έτσι ξεκίνησε η δημιουργία αυτού του βιβλίου, που παρουσιάζει τον έφηβο λόγο -κείμενα και σχέδια μαθητών λυκείου- ακαλλώπιστο, όπως αναβλύζει αληθινός με τις πιο ποικίλες αφορμές: ποιήματα, ειδήσεις, ταινίες, επισκέψεις, κείμενα...
Σκέψεις και αισθήματα των παιδιών αυτών, που `δε μιλάνε, γιατί δεν έχουν τίποτε να πουν`. `Και όμως μιλάνε` - αρκεί να βρεθούν σε συνθήκες κατάλληλες.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]