Μαμά, περνάνε τα χρόνια, δεν το ήξερα. Δεν το κατάλαβα. Δεν ενημερώθηκα αρμοδίως. Κοιμήθηκα παιδί και ξύπνησα γυναίκα. Περνάνε τα χρόνια εν μία νυκτί. Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, ποια είναι η ωραιοτέρα στου κόσμου μας τη σφαίρα; «Δεν κοιτάς τη ρίζα στο μαλλί», με φτύνει ο καθρέφτης. Αυτή δεν είναι ρίζα. Είναι η Αττική οδός. Πρέπει να πληρώσεις διόδια για να τη διασχίσεις. Να πάω κομμωτήριο. Πότε; Γιατί; Για ποιον; Μάνα, γιατί με γέννησες; Γιατί με γέννησες ξανθιά με ψυχολογία μελαχρινής; Πίσω από το χαζοχαρούμενο, το joie de vivre, μαύρο κοράκι με νύχια γαμψά γαντζώνεται μέσα στη ψυχή μου. Το μυστικό της μελαχρινής, η ξανθιά στην κοσμάρα της. Περνάνε τα χρόνια, μαμά. Όταν ήμουνα παιδί, μου `λεγες: «Αύριο που θα σπουδάσεις. . .», «Αύριο που θα κάνεις δική σου οικογένεια. . .» Μ’ έπιανε πανικός με το «αύριο»: Δηλαδή; Σήμερα Δευτέρα. Αύριο Τρίτη εγώ πρέπει να σπουδάσω ΚΑΙ να κάνω οικογένεια! Με καθησύχαζες: «Τρόπος του λέγειν». Κι όμως! Δεν ήταν τρόπος του λέγειν. Στην κυριολεξία έτσι κύλησε η ζωή, μαμά. Μέσα σε μια μέρα περάσανε τόσα χρόνια. Δευτέρα παιδί. Τρίτη γυναίκα. Η γυναίκα τα `παιξε. Κουράστηκε, βουλώνει το στόμα του μικρού κοριτσιού που παλεύει, χτυπιέται, κλοτσάει τα ποδαράκια του, προσπαθεί να φωνάξει, να ακουστεί. Θέλω να παίξω στο πάρκο! Πάρε με από το χέρι, μαμά!
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]