Η ΚΑΘΟΔΟΣ
Τώρα πια έχω συνηθίσει την καθημερινή μου κάθοδο
στον Άδη
κι όταν τα είδωλα του πατέρα και της μάνας μου
με πλησιάζουν και ρωτούν με αγωνία
τι γυρεύεις εδώ κάτω δύστυχε,
ποιος δαίμονας σε σπρώχνει να παρατήσεις το φως του
ήλιου
και ψάχνεις μάταια να ζωντανέψεις σκιές ανώφελες,
πρόσεχε αγόρι μου μη σε μαγέψουν τα σκοτάδια.