«Μου ερχόταν εκείνη τη στιγμή να τριφτώ επάνω της σαν μωρό. Να γκρινιάξω για τα πιο απίθανα πράγματα. Να, το μεσημέρι πεινούσα πολύ. Οι μερίδες του φαγητού ήταν τόσες, όσο και εμείς τα παιδιά. Και τι έκανε η φαγού, η Ιφιγένεια; Έφτυσε επίτηδες μέσα στο πιάτο μου. Κι εγώ σιχάθηκα να το φάω παρ` όλη την πείνα μου. Και τότε στρώθηκε, η καλή σου, και μου το έφαγε όλο».
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]